Τα χασματα

Το καλοκαίρι ήρθαν οι μπουλντόζες και έσκαψαν μέσα στη μέση του δρόμου κάτι “χάσματα”. Στην αρχή τα έλεγαν λακκούβες. Ήταν τόσο βαθιές που αν στεκόσουν άκρη – άκρη μπορούσες να πέσεις μέσα χωρίς να σε σπρώξει κανείς - από φόβο και μόνο. Οι εργάτες έβαλαν τα χώματα στη μια πλευρά του δρόμου και στην άλλη κάτι τεράστιους σωλήνες. Βουνό τα χώματα στο πεζοδρόμιό μας. Οι γυναίκες σκούπιζαν, καθάριζαν, γκρίνιαζαν. Οι “άλλες” απέναντι, με τα καθαρά πεζοδρόμια, “κυρίες”. Σιγά σιγά οι γείτονες έγιναν «οι απέναντι», τα πειράγματα καβγάδες. Πόρτες, πατζούρια βροντούσαν επιδεικτικά, μυστικά ξεθάβονταν και ψιθυρίζονταν με λοξές ματιές. Το φθινόπωρο οι εργάτες έθαψαν τους σωλήνες, οι λακούβες έκλεισαν, τα πεζοδρόμια καθάρισαν. Έμειναν μόνο κάτι σημάδια στην άσφαλτο που θύμιζαν τα χάσματα στα βάθη του μυαλού.

Για μια καληνυχτα

Ένα παιδί έχει βγει στο μπαλκόνι και φωνάζει, καληνύχτα, καληνύχτα, καληνύχτα… Θα ξεπαγιάσει. Μόλις με βλέπει σταματάει. Του φωνάζω καληνύχτα αλλά δεν απαντάει. Περιμένει να τραβήξω την κουρτίνα και αρχίζει πάλι. Καληνύχτα, καληνύχτα, καλ…η τελευταία καληνύχτα κόβεται στη μέση από τον θόρυβο μπαλκονόπορτας που βροντάει από θυμωμένο χέρι.

«Βλέπεις τι γράφει εδώ;» Ο πατέρας μου έχει ανοίξει το θυμωμένο χέρι του μπροστά στα μάτια μου. «Βλέπεις;»
Δεν γράφει τίποτα. Και να έγραφε εγώ δε ξέρω ακόμα να διαβάζω. Αλλά ξέρω που το πάει. Να μη πετάω παιχνίδια ούτε καληνύχτες από το μπαλκόνι μας όπως έκανε εκείνος με τα ρούχα της μαμάς, που δε ξέρω που έχει πάει, και λείπει συνέχεια, και έρχεται η γιαγιά μου και μας φέρνει φαγητά χωρίς πατάτες τηγανητές.

http://el.wordpress.com/tag/παραμύθια-για-μεγάλους/

by pal

| edit post

0 Reply to "Οι αληθειες ενος πεζοδρομιου..."