«Eτούτο το τοπίο είναι σκληρό σαν τη σιωπή,
σφίγγει στον κόρφο του τα πυρωμένα του λιθάρια,
σφίγγει στο φως τις ορφανές ελιές του και τ’ αμπέλια του,
σφίγγει τα δόντια. Δεν υπάρχει νερό. Mονάχα φως.» (Ρωμιοσύνη)

Γεννήθηκε εκεί που το βλέμμα αφήνεται να ξεχυθεί στους μακρινούς ορίζοντες. Στο επιβλητικό βραχόκαστρο της Λακωνίας, τη Μονεμβασία, τον τόπο που οι λέξεις φυτεύονται βαθιά και φτάνουν στην αιωνιότητα. Λέξεις και πέτρα, ήλιος και θάλασσα, ουρανός και φως και πάλι λέξεις. Λέξεις λαξευμένες με τη μαστοριά της αέρινης, της ανυπότακτης ψυχής του ποιητή, που ήξερε να μιλά με την ίδια τρυφερότητα για η ζωή, όσο και για τον θάνατο, για τον έρωτα όσο και για την επανάσταση.

Ο Ρίτσος, ανήκει σε εκείνη την κατηγορία των ποιητών, που γράφουν με το λυγμό στην άκρη της πένας. Που σχεδιάζουν λέξεις αταβιστικές βαθιά ριζωμένες αλλά και εξακοντιζόμενες στο μέλλον.

«Δυο μήνες που δε σμίξαμε
Ένας αιώνας
κ’ εννιά δευτερόλεπτα». (Γυμνό Σώμα – Τα Ερωτικά)

Δεν υπάρχει χρόνος, καταργείται μπροστά στο σπαραγμό της απουσίας. Κι έτσι η απουσία γίνεται παντοτινή, δε γνωρίζει την ήττα. Ο Ρίτσος, όμως, γνώριζε πολύ καλά τις μοναχικές διαδρομές του ανθρώπου αλλά ήξερε ακόμη και διεκδικούσε πάντα την ομορφιά του κόσμου και την ελευθερία. Δε φοβόταν το θάνατο, άλλωστε είχε πει: «Πιστεύω στην ποίηση, στον έρωτα, στο θάνατο». Μπορεί να μην έβαλε και την ελευθερία, αλλά ο πόθος του γι’ αυτήν διαχέεται σε ολόκληρη την ποίησή του.

«…θυμήθηκες να κοιτάξεις απ’ το παράθυρο;
χαμογέλασες στο χτύπημα της πόρτας;
Αν είναι ο θάνατος πάντοτε - δεύτερος είναι.
Η ελευθερία πάντοτε είναι πρώτη» (Τα στοιχειώδη – Διάδρομος και Σκάλα)

Για τούτη την πρωτιά αφιερώθηκε στην αριστερά, με μια αγνότητα και μια ανιδιοτέλεια όμοιες με αυτές των λέξεων που έχτιζε τα ποιήματά του. Ποιήματα που πυρπολούν και υπονομεύουν τη συμβατικότητα της άθλιας καθημερινότητας. Ποιήματα στα οποία η ηδονή, ο έρωτας, η ανατροπή, η επανάσταση, ο πόνος, η μοναξιά τρυπώνουν και ξετρυπώνουν μέσα σε κάθε ανάσα τους.

«Το ξέρω πως καθένας μοναχός πορεύεται στον έρωτα,
μοναχός στη δόξα και στο θάνατο.
Το ξέρω. Το δοκίμασα. Δεν ωφελεί.
Άφησέ με να έρθω μαζί σου…»,
γράφει στη «Σονάτα του Σεληνόφωτος», ένα ποίημα, θεατρικό μονόλογο, μια εσωτερική κατάδυση, μια λυτρωτική κραυγή αυτογνωσίας την οποία ο ποιητής έγραψε το 1956, μέσα σε τρεις μέρες!

Στη «Ρωμιοσύνη», αφήνει να διαφανεί το ανυπότακτό του πνεύμα, ο έρωτάς του για την ελευθερία, το όραμά του για έναν κόσμο καλύτερο, στον οποίο οι άνθρωποι θα μπορούν να απολαμβάνουν το φως του ήλιου:

«Aυτά τα δέντρα δε βολεύονται με λιγότερο ουρανό,
αυτές οι πέτρες δε βολεύονται κάτου απ’ τα ξένα βήματα,
αυτά τα πρόσωπα δε βολεύονται παρά μόνο στον ήλιο,
αυτές οι καρδιές δε βολεύονται παρά μόνο στο δίκιο»,
γράφει στην εισαγωγή του μεγάλου του αυτού έργου, για να δοξάσει παρακάτω τη συντροφικότητα, την ομορφιά του δίκαιου αγώνα και την ελπίδα πως μετά την ανηφόρα υπάρχει η κορυφή:

«Όταν σφίγγουν το χέρι, ο ήλιος είναι βέβαιος για τον κόσμο
όταν χαμογελάνε, ένα μικρό χελιδόνι φεύγει μες απ’ τ’ άγρια γένεια τους
όταν κοιμούνται, δώδεκα άστρα πέφτουν απ’ τις άδειες τσέπες τους
όταν σκοτώνονται, η ζωή τραβάει την ανηφόρα με σημαίες και
με ταμπούρλα».

Το μεγαλείο του έργου ενός ποιητή, σαν το Γιάννη Ρίτσο, απαιτεί πολύπλοκες αναλύσεις. Δεν είναι δυνατόν μέσα σε μερικές γραμμές να μιλήσει κάποιος για την ποίησή του, πολύ δε περισσότερο να εμβαθύνει σ’ αυτήν. Κάπως έτσι, το παρόν κείμενο δε φιλοδοξεί να κατακτήσει φιλολογικές δάφνες. Θέλει, όμως, να είναι ένα γραπτό, αποτέλεσμα αίσθησης και συναισθηματικής έκρηξης μέσα από τους δρόμους που η ποίηση του Ρίτσου μας καλεί να νιώσουμε. Τελειώνω με ένα απόσπασμα από το «Καπνισμένο Τσουκάλι», που λέει:

«Γιατί εμείς δεν τραγουδάμε για να ξεχωρίσουμε αδελφέ μου απ’ τον κόσμο.
Εμείς τραγουδάμε για να σμίξουμε τον κόσμο.

…έχεις ακόμη να κλάψεις πολύ
ώσπου να μάθεις τον κόσμο να γελάει».

Εφόσον οι παραπάνω στίχοι έχουν τη δύναμη να μου φέρνουν δάκρια στα μάτια, δε χρειάζεται να προσθέσω τίποτε περισσότερο. Ο ποιητής νίκησε στον αιώνα των αιώνων…

Δημοσιεύτηκε στο ένθετο Αριστερά στην Παραλία (Η ΕΠΟΧΗ 13 Ιουλίου 2008)

by pal

| edit post

0 Reply to "ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ – Αυτά τα δέντρα δε βολεύονται…"